άμπακας

άμπακας
άμπακος ο
1) арифметика; 2) священная книга; 3) уст. грифельная доска;

§ τρώγω τον άμπακο — обжираться;

2φάγε τον άμπακο — его здорово отколошматили;

ξέρω τον άμπακα — быть умным, много знать;

του ψάλλω τον άμπακο — прописать ижицу;

λέγω στον άμπακα — говорить на ветер


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "άμπακας" в других словарях:

  • άμπακας — άμπακας, ο και άμπακος, ο (λ. ιταλ.) 1. αρχικά, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ο πυθαγόρειος πίνακας του πολλαπλασιασμού κι ύστερα η αριθμητική· φρ. «ξέρει τον άμπακο», ξέρει πολλά. 2. μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Αυτός τρώει τον άμπακα (τρώει πολύ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμπακας — και ακος ο πίνακας, πλάκα. Σε μερικές φράσεις χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλησμονή, πληθώρα πρβλ. «ξέρει τον άμπακα», είναι πολύξερος «τρώει τον άμπακα» είναι πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. abbaco «βιβλίο αριθμητικής» < λατ. abacus… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»